-
1 равнодушие
-я ουδ.αδιαφορία, απάθεια•проявлять равнодушие δείχνω αδιαφορία•
бюрократическое- γραφειοκρατική αδιαφορία•
относиться с -ем αδιαφορώ.
-
2 отношение
отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις* * *с1) η στάση, η συμπεριφοράхоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά
небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία
бе́режное отноше́ние — η μέριμνα
2) ( взаимная связь) η σχέση3) мн.отноше́ния — мн. οι σχέσεις
дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις
••в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον
во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
-
3 равнодушие
-
4 индифферентизм
-а α.αδιαφορία, απάθεια•индифферентизм в полемике αδιαφορία στην πολεμική.
-
5 индифферентность
-и θ.αδιαφορία, απάθεια• αμεθεξία•религиозная индифферентность θρησκευτική αδιαφορία.
-
6 невнимание
-я ουδ.1. απροσεξία•ошибка по -ю ή от -я λάθος από απροσεξία.
2. αδιαφορία, αμέλεια•невнимание к запросам читателей αδιαφορία προς τις απαιτήσεις των αναγνωστών.
3. απάθεια. -
7 невнимательность
-и θ.1. απροσεξία•ученика απροσεξία του μαθητή.
2. αδιαφορία•проявить невнимательность к другу δείχνω αδιαφορία προς το φίλο.
-
8 апатия
мед. η απάθειαη αδιαφορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > апатия
-
9 индифферентно
αδιάφορα, απαθώςαδιακρίτως-ость η αδιαφορία, η απάθεια-ый αδιάφορος, απαθήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индифферентно
-
10 халатность
η αμέλεια, η αδιαφορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > халатность
-
11 апатия
апатияж ἡ ἀπάθεια, ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία -
12 бездушие
безду́ш||иес ἡ ἀδιαφορία (безразличие)/ ἡ ἀπονιά, ἡ ἀναισθησία (бессердечие, бесчувственность). -
13 безразличне
безразли́ч||нес ἡ ἀδιαφορία. -
14 безучастие
безучаст||ие, безучаст||ностьс, ж ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψυχρότητα [-ης], ἡ ἀπάθεια. -
15 безучастность
безучаст||ие, безучаст||ностьс, ж ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψυχρότητα [-ης], ἡ ἀπάθεια. -
16 глубокий
глубок||ийприл в разн. знач. βαθύς:\глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα. -
17 индиффереитность
индиффереитн||остьж ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπάθεια. -
18 наплевательский
наплевательск||ийприл:\наплевательскийое отношение к делу ἡ πλήρης ἀδιαφορία γιά τήν ὑπόθεση. -
19 напускной
напускн||ойприл τεχνητός, προσποιητός:\напускнойое равнодушие ἡ προσποιητή ἀδιαφορία. -
20 небрежность
небрежн||остьж1. (неаккуратность) ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀναμελιά, ἡ τσαπατσουλιά, ἡ ἀφροντισιά / ἡ ἀτημελησιά (в одежде)·2. (безразличие, пренебрежение) ἡ ἀδιαφορία
См. также в других словарях:
ἀδιαφορία — ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc/acc dual ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφορίᾳ — ἀδιαφορίᾱͅ , ἀδιαφορία indifference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφορίας — ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem acc pl ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ἀδιαφορίαν — ἀδιαφορίᾱν , ἀδιαφορία indifference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek